τορπίλη

τορπίλη
torpille

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τορπίλη — Αυτοκινούμενο υποβρύχιο όπλο με εκρηκτική γόμωση, που εκτοξεύεται από υποβρύχιο, από πλοίο επιφανείας ή από αεροσκάφος. Η πρώτη πραγματική τ. κατασκευάστηκε το 1866 68 από τον Άγγλο τεχνικό Ρόμπερτ Χουάιτχεντ, διευθυντή ενός μηχανουργικού… …   Dictionary of Greek

  • αεροτορπίλη — Τορπίλη που ρίπτεται από αεροσκάφος (συνήθως από ειδικό τορπιλοπλάνο). Αποτελεί τροποποιημένη μορφή τορπίλης που δεν καταστρέφεται όταν πέφτει από ψηλά. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., όλες όμως είναι κυλινδρικές, με περίβλημα από χάλυβα και… …   Dictionary of Greek

  • τορπιλίζω — τορπίλισα, τορπιλίστηκα, τορπιλισμένος 1. εκσφενδονίζω τορπίλη: Τορπίλισε, δίοπε, την πρώτη (τορπίλη). 2. ανατινάζω με τορπίλη: Η «Έλλη» τορπιλίστηκε. 3. μτφ., με ύπουλες ενέργειες ματαιώνω κάτι: Τορπιλίστηκαν οι διαπραγματεύσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ίζω — Ν 1. εκσφενδονίζω τορπίλη, χτυπώ με τορπίλη εχθρικό στόχο 2. μτφ. υπονομεύω, ανατρέπω, ματαιώνω κάτι με ύπουλες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η λ., στον λόγιο τ. απρμφ. τορπιλλίζειν, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τορπιλ(λ)ητικός — ή, ό, Ν [τορπιλ(λ)ητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορπιλητή ή στην τορπίλη …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… …   Dictionary of Greek

  • μουδιάστρα — η το ψάρι νάρκη ή τορπίλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορπίλα — τορπίλα, η και τορπίλη, η (λ. γαλλ.) 1. υποβρύχιο εκρηχτικό μηχάνημα που εκτοξεύεται και ανατινάζει ό,τι χτυπήσει (πλοίο κτλ.). 2. υποβρύχια νάρκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τορπιλισμός — ο 1. εκσφενδόνιση τορπίλης: Τρίτος τορπιλισμός. 2. ανατίναξη με τορπίλη: Τορπιλισμός της «Έλλης». 3. μτφ., με ύπουλες ενέργειες ματαίωση προσπάθειας: Τορπιλισμός των συνεννοήσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”